τευτλίς

τευτλίς
τευτλίς, ίδος, ,
A = τεῦτλον, Thphr.HP7.7.2;

τεῦτλα τευτλίδας καλῶν Diph.47

(prob. σευτλίδας).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τευτλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευτλίς — και σευτλίς, ίδος, ἡ, Α το τεύτλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦτλον / σεῦτλον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μηκον ίς)] …   Dictionary of Greek

  • τευτλίδας — τευτλίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σευτλίς — ίδος, ἡ, Α (δ. προφ.) βλ. τευτλίς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”